Οι Chief Information Security Officers (CISO) βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας αυξανόμενης πρόκλησης: πώς να διαχειριστούν την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) και να ανταποκριθούν στους συνεχώς μεταβαλλόμενους κανονισμούς. Καθώς η AI ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στις επιχειρησιακές λειτουργίες, οι CISO καλούνται να εξασφαλίσουν ότι η χρήση της AI είναι σύμφωνη με τις νομικές απαιτήσεις, ασφαλής για τα δεδομένα και ηθικά υπεύθυνη.
Η ανάγκη για διακυβέρνηση της AI δεν είναι πλέον προαιρετική. Οι ρυθμιστικές αρχές, οι απαιτήσεις των πελατών και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των συστημάτων AI απαιτούν μια δομημένη προσέγγιση που να συμβαδίζει με την ταχύτητα της καινοτομίας. Οι CISO πρέπει να εξισορροπήσουν την προώθηση της καινοτομίας με την προστασία των οργανισμών από τις απειλές.
Ένας από τους πρώτους και πιο σημαντικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η δημιουργία μιας ειδικής επιτροπής διακυβέρνησης της AI. Αυτή η επιτροπή, αποτελούμενη από ηγέτες από διάφορα τμήματα όπως η ασφάλεια, η πληροφορική, το νομικό τμήμα και η συμμόρφωση, θα πρέπει να έχει την ευθύνη να δημιουργήσει έναν κατάλογο όλων των περιπτώσεων χρήσης της AI εντός του οργανισμού, να καθορίσει την όρεξη για κίνδυνο για κάθε περίπτωση και να καθιερώσει σαφείς γραμμές λογοδοσίας.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναπτυχθεί και να επιβληθεί μια πολιτική χρήσης της AI. Αυτή η πολιτική θα πρέπει να καθορίζει τις κατάλληλες και απαγορευμένες χρήσεις της AI εντός του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών μοντέλων, των εργαλείων μηχανικής μάθησης και των αυτοματοποιημένων συστημάτων λήψης αποφάσεων. Η παρακολούθηση και ο έλεγχος της χρήσης της AI είναι επίσης ζωτικής σημασίας, ιδίως σε ευαίσθητες επιχειρηματικές λειτουργίες.
Η ενσωμάτωση της AI στη διακυβέρνηση δεδομένων είναι ένα άλλο κρίσιμο βήμα. Τα εργαλεία AI μπορούν να παρακολουθούν τα γλωσσικά μοντέλα σε ένα οικοσύστημα πληροφορικής, να κατηγοριοποιούν τα δεδομένα ανάλογα με την ευαισθησία τους και να αποκλείουν προτροπές που παραβιάζουν τις οργανωτικές πολιτικές. Η αυτοματοποιημένη διαχείριση συγκατάθεσης και η ανίχνευση μεροληψίας στα μοντέλα AI είναι επίσης σημαντικές δυνατότητες.
Επιπλέον, οι CISO πρέπει να επανεξετάσουν τις πολιτικές κοινής χρήσης δεδομένων και τις λίστες ελέγχου προμηθειών. Τα εργαλεία AI θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τρίτοι προμηθευτές με πρόσβαση υψηλού κινδύνου. Πριν από την ανάπτυξη, οι ομάδες ασφαλείας πρέπει να ελέγχουν τους όρους χρήσης της πλατφόρμας AI, να αξιολογούν πού και πώς ενδέχεται να διατηρηθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν τα εταιρικά δεδομένα και να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν δυνατότητες εξαίρεσης όπου είναι δυνατόν.
Η διασφάλιση της διαφάνειας και της λογοδοσίας είναι επίσης κρίσιμη. Οι CISO θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, αναζητώντας ελλείψεις στην επεξηγησιμότητα ή ανεπαρκείς δυνατότητες ελέγχου, οι οποίες αφήνουν τις εταιρείες ευάλωτες. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί πώς η AI χειρίζεται τα ευαίσθητα δεδομένα και εάν έχει αποδείξει την επιτυχία της σε παρόμοια περιβάλλοντα.
Καθώς η AI γίνεται βασικό μέρος της επιχειρηματικής υποδομής, οι CISO πρέπει να εξελιχθούν από φύλακες της ασφάλειας σε παράγοντες ασφαλούς καινοτομίας. Η ενημέρωση των πολιτικών σχετικά με τη χρήση δεδομένων, η ενίσχυση των ελέγχων στην κυριαρχία των δεδομένων και η δημιουργία ενός πολυεπίπεδου δικτύου ασφάλειας για τις αναπτύξεις AI θα είναι απαραίτητες για την απελευθέρωση του πλήρους δυναμικού της AI χωρίς συμβιβασμούς στην εμπιστοσύνη, τη συμμόρφωση ή την ακεραιότητα.
Τέλος, οι CISO πρέπει να αναθεωρήσουν την διακυβέρνηση, ξεκινώντας όχι με την πολιτική, αλλά με την υποδομή. Η χαρτογράφηση πρέπει να εξελιχθεί ώστε να εντοπίζει όχι μόνο πού ζουν τα δεδομένα, αλλά και πού μετακινούνται και ποια μοντέλα τα αγγίζουν. Οι CISO πρέπει να πιέσουν τους οργανισμούς τους να αναθεωρήσουν τη διακυβέρνηση, ξεκινώντας όχι με την πολιτική, αλλά με την υποδομή.